τραγικότητα

τραγικότητα
η
το να είναι κάτι τραγικό, να προκαλεί τη λύπη, η δραματικότητα: Ο θάνατος έχει τραγικότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού τραγικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγικός. Η λ., στον λόγιο τ. τραγικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Αγαύη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Αδελφές της ήταν η Ινώ, η Σεμέλη και η Αυτονόη. Παντρεύτηκε τον Εχίονα και από αυτόν γέννησε τον Πενθέα, τον πείσμονα εχθρό της λατρείας του Διονύσου, κατά τη μυθολογική παράδοση.H Α. χλεύασε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιν, Φραντς Τζόζεφ — (Franz Josef Κline, Πενσιλβάνια 1910 – Νέα Υόρκη 1962). Αμερικανός ζωγράφος. Επηρεασμένος από την επαφή του με καλλιτέχνες της σχολής του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, καθώς και από την ιαπωνική καλλιγραφία, ο Κ. κατόρθωσε να προσδώσει βαθιά… …   Dictionary of Greek

  • Κόλαρ, Σλάφκο — (Slavko Kolar, Παλέσκιν 1891 – Ζάγκρεμπ 1963). Κροάτης συγγραφέας. Ήταν γιος δασκάλου, μορφώθηκε σε αγροτικό περιβάλλον και ακολούθησε το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου. Το 1944 συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα των λαών της πρώην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”